- μέσακτος
- μέσακτος, ον, ([etym.] ἀκτή)A half-way between two shores, in mid-sea, A. Pers.889 (lyr.): [full] μεσάκτιος, ον, Sch. ad loc.II ([etym.] ἄγνυμι) broken mid-way,
πλευρά A.Fr.210
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλευρά A.Fr.210
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μέσακτος — (I) μέσακτος και μεσάκτιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακτών, στη μέση τής θάλασσας, ο μεσοπέλαγος («τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἀκτή]. (II) μέσακτος, ον (Α) ο σπασμένος στη μέση («μέσακτα… … Dictionary of Greek
μεσάκτους — μέσακτος half way between two shores masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσάκτων — μέσακτος half way between two shores masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσακτα — μέσακτος half way between two shores neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσάκτιος — μεσάκτιος, ον (Α) βλ. μέσακτος (Ι) … Dictionary of Greek